- ξύμπαιζε
- συμπαίζωplaypres imperat act 2nd sgσυμπαίζωplayimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαίζω — ΝΑ [παίζω] μετέχω σε παιχνίδι μαζί με άλλον («Μοῡσα θεὰ μετ ἐμοῡ ξύμπαιζε τὴν ἑορτήν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek